αλεξιβέλεμνος

αλεξιβέλεμνος
ἀλεξιβέλεμνος, -ον (Μ)
αυτός που αποκρούει τα βέλη (για χιτώνα ή θώρακα)].
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀλεξι-* (< ἀλέξω) + βέλεμνον «βέλος, βλήμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀλεξιβέλεμνος — keeping off darts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλεξιβέλεμνον — ἀλεξιβέλεμνος keeping off darts masc/fem acc sg ἀλεξιβέλεμνος keeping off darts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξι- — Γλωσσ. α συνθετικό ονομάτων τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλέξω «προστατεύω, αποκρούω, υπερασπίζω», ανήκει δε στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων με ρηματικό α συνθετικό σε (σ)ι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”